- Σκύρου
- Σκύρηςmasc gen sgΣκύ̱ρου , Σκῦροςoffem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκύρου — σκύρον neut gen sg σκύ̱ρου , σκῦρος chippings of stone masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σκύρου — Στη βορειοανατολική πλευρά της Χώρας του νησιού, στους πρόποδες του κάστρου και κάτω ακριβώς από τη γραφική πλατεία Μπρουκ (Brooke), άρχισε να χτίζεται το 1963 και εγκαινιάστηκε δέκα χρόνια αργότερα το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σκύρου. Το μουσείο… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μάνου Φαλτάιτς (Σκύρου) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1964 από τον Μάνο Φαλτάιτς –πρόκειται δηλαδή για ένα από τα πρώτα λαογραφικά και ιστορικά μουσεία της Ελλάδας– και στεγάζεται στο παλαιό νησιωτικό αρχοντικό της οικογένειας Φάλνταη (προγόνων του ιδρυτή) που είναι κτισμένο… … Dictionary of Greek
Καρυστίας και Σκύρου, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα την Κύμη Ευβοίας. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 95 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 60 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω αρχιερατικές επιτροπείες: Αλιβερίου,… … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
λιναρία — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 144 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, ΒΑ της αρχαίας Ολυμπίας, στα αριστερά του ποταμού Αλφειού και 28 χλμ. Α του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… … Dictionary of Greek
μάρμαρο — Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή … Dictionary of Greek
σκύρος — Το μεγαλύτερο νησί των Β. Σποράδων. Βρίσκεται ανατολικά της Εύβοιας, από την οποία απέχει 25 ναυτ. μίλια, και στο νομό της οποίας ανήκει. Η Σκ. είναι ορεινή (Κόχυλας 792 μ.). Οι ακτές της σχηματίζουν πολλούς όρμους, με κυριότερους της Καλογριάς,… … Dictionary of Greek